- προσκυμαίνω
- προσκῡμαίνω,A dash against,
θάλαττα π. τῷ στρατοπέδῳ Philostr. Her.19.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάλαττα π. τῷ στρατοπέδῳ Philostr. Her.19.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκυμαίνω — Α [κυμαίνω] εφορμώ σαν κύμα εναντίον κάποιου, προσκρούω σε κάτι … Dictionary of Greek